Jump to content

κληρονομημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of κληρονομούμαι (klironomoúmai) and κληρονομιέμαι (klironomiémai), passive voices of κληρονομώ, κληρονομάω (inherit) respectively.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kli.ɾo.no.miˈme.nos/
  • Hyphenation: κλη‧ρο‧νο‧μη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

κληρονομημένος (klironomiménosm (feminine κληρονομημένη, neuter κληρονομημένο)

  1. inherited
    Είναι κληρονομημένη ασθένεια.Eínai klironomiméni asthéneia.It is an inherited disease.

Declension

[edit]
Declension of κληρονομημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κληρονομημένος (klironomiménos) κληρονομημένη (klironomiméni) κληρονομημένο (klironomiméno) κληρονομημένοι (klironomiménoi) κληρονομημένες (klironomiménes) κληρονομημένα (klironomiména)
genitive κληρονομημένου (klironomiménou) κληρονομημένης (klironomiménis) κληρονομημένου (klironomiménou) κληρονομημένων (klironomiménon) κληρονομημένων (klironomiménon) κληρονομημένων (klironomiménon)
accusative κληρονομημένο (klironomiméno) κληρονομημένη (klironomiméni) κληρονομημένο (klironomiméno) κληρονομημένους (klironomiménous) κληρονομημένες (klironomiménes) κληρονομημένα (klironomiména)
vocative κληρονομημένε (klironomiméne) κληρονομημένη (klironomiméni) κληρονομημένο (klironomiméno) κληρονομημένοι (klironomiménoi) κληρονομημένες (klironomiménes) κληρονομημένα (klironomiména)

Antonyms

[edit]
[edit]