κληρονομιέμαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]κληρονομιέμαι • (klironomiémai) passive (past κληρονομήθηκα, ppp κληρονομημένος, active κληρονομάω)
- (colloquial) Alternative form of κληρονομούμαι (klironomoúmai)
- passive of κληρονομάω (klironomáo)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: κληρονομώ (klironomó)