κληρονομήθηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]κληρονομήθηκα • (klironomíthika)
- 1st person singular simple past form of κληρονομούμαι (klironomoúmai) / κληρονομιέμαι.
κληρονομήθηκα • (klironomíthika)