Jump to content

ακληρονόμητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.kli.ɾoˈno.mi.tos/
  • Hyphenation: α‧κλη‧ρο‧νό‧μη‧τος

Adjective

[edit]

ακληρονόμητος (aklironómitosm (feminine ακληρονόμητη, neuter ακληρονόμητο)

  1. (law) heirless (without heirs)
  2. which/who was not inherited
  3. which is not able to be inherited

Declension

[edit]
Declension of ακληρονόμητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακληρονόμητος (aklironómitos) ακληρονόμητη (aklironómiti) ακληρονόμητο (aklironómito) ακληρονόμητοι (aklironómitoi) ακληρονόμητες (aklironómites) ακληρονόμητα (aklironómita)
genitive ακληρονόμητου (aklironómitou) ακληρονόμητης (aklironómitis) ακληρονόμητου (aklironómitou) ακληρονόμητων (aklironómiton) ακληρονόμητων (aklironómiton) ακληρονόμητων (aklironómiton)
accusative ακληρονόμητο (aklironómito) ακληρονόμητη (aklironómiti) ακληρονόμητο (aklironómito) ακληρονόμητους (aklironómitous) ακληρονόμητες (aklironómites) ακληρονόμητα (aklironómita)
vocative ακληρονόμητε (aklironómite) ακληρονόμητη (aklironómiti) ακληρονόμητο (aklironómito) ακληρονόμητοι (aklironómitoi) ακληρονόμητες (aklironómites) ακληρονόμητα (aklironómita)

Synonyms

[edit]
[edit]