δικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek δικός (dikós), from Ancient Greek ἰδικός (idikós), from Ancient Greek ἴδιος (ídios).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðiˈkos/
  • Hyphenation: δι‧κός

Pronoun

[edit]

δικός (dikósm (feminine δική or δικιά, neuter δικό)  a possessive adjective

  1. (followed by possessive pronoun) mine, yours, his, hers, its, ours, theirs
    Αυτός είναι δικός μου.Aftós eínai dikós mou.That's mine.
    Ποια φούστα είναι δικιά σου;Poia foústa eínai dikiá sou?Which skirt is yours?
    Να η δικιά μου!Na i dikiá mou!There's mine!
    Αυτές είναι οι δικές μου καραμέλες. Εσύ έφαγες όλες τις δικές σου.Aftés eínai oi dikés mou karaméles. Esý éfages óles tis dikés sou.Those are my own sweets. You ate all of yours.
  2. (usually preceded by the article and followed by possessive pronoun) my, your, his, her, its, our, their (emphatic form)
    Ο δικός μου σκύλοςO dikós mou skýlosMy (own) dog.
    Ποιο είναι καλύτερο, το δικό σου ή το δικό μου σπίτι;Poio eínai kalýtero, to dikó sou í to dikó mou spíti?Which is better, my house or yours?
    Οι δικοί μου άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται έτσι.Oi dikoí mou ánthropoi den symperiférontai étsi.My people don't behave like that.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικός (dikós) δική (dikí)
δικιά (dikiá)
δικό (dikó) δικοί (dikoí) δικές (dikés) δικά (diká)
genitive δικού (dikoú) δικής (dikís)
δικιάς (dikiás)
δικού (dikoú) δικών (dikón) δικών (dikón) δικών (dikón)
accusative δικό (dikó) δική (dikí)
δικιά (dikiá)
δικό (dikó) δικούς (dikoús) δικές (dikés) δικά (diká)
vocative δικέ (diké) δική (dikí)
δικιά (dikiá)
δικό (dikó) δικοί (dikoí) δικές (dikés) δικά (diká)