δικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronoun
[edit]δικό • (dikó)
- Accusative masculine singular form of δικός (dikós).
- Είδα τον δικό μου γιο εκεί.
- Eída ton dikó mou gio ekeí.
- I saw my own son there.
- Nominative neuter singular form of δικός (dikós).
- Το δικό μου ρολόι.
- To dikó mou rolói.
- My own watch.
- Accusative neuter singular form of δικός (dikós).
- Είδα το δικό μου ρολόι.
- Eída to dikó mou rolói.
- I saw my own watch.
- Vocative neuter singular form of δικός (dikós).
- Δικό μου αγόρι, που πας;
- Dikó mou agóri, pou pas?
- My own (dear) boy, where are you going?