Jump to content

δικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronoun

[edit]

δικό (dikó)

  1. accusative masculine singular of δικός (dikós)
    Είδα τον δικό μου γιο εκεί.
    Eída ton dikó mou gio ekeí.
    I saw my own son there.
  2. nominative neuter singular of δικός (dikós)
    Το δικό μου ρολόι.
    To dikó mou rolói.
    My own watch.
  3. accusative neuter singular of δικός (dikós)
    Είδα το δικό μου ρολόι.
    Eída to dikó mou rolói.
    I saw my own watch.
  4. vocative neuter singular of δικός (dikós)
    Δικό μου αγόρι, που πας;
    Dikó mou agóri, pou pas?
    My own (dear) boy, where are you going?