δική
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- δικιά (dikiá)
Pronoun
[edit]δική • (dikí)
- nominative feminine singular of δικός (dikós)
- Η δική μου ιστορία.
- I dikí mou istoría.
- My own story.
- accusative feminine singular of δικός (dikós)
- Θα σου πω την δική μου ιστορία.
- Tha sou po tin dikí mou istoría.
- I'll tell you my own story.
- vocative feminine singular of δικός (dikós)
- Δική μου καρδιά, γιατί πονάς;
- Dikí mou kardiá, giatí ponás?
- My own (dear) heart, why are you in pain?