From Wiktionary, the free dictionary
δικού • (dikoú)
- genitive masculine singular of δικός (dikós)
Το αυτοκίνητο του δικού μου πατέρα.- To aftokínito tou dikoú mou patéra.
- My (own) dad's car.
- genitive neuter singular of δικός (dikós)
Η μπάλα του δικού μου αγοριού.- I bála tou dikoú mou agorioú.
- My (own) boy's ball.