Jump to content

αντηρίδα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντηρίδα (antirídaf (plural αντηρίδες)

  1. (architecture) buttress
    Synonyms: αντέρεισμα (antéreisma), αντιστήριγμα (antistírigma), αντιτείχισμα (antiteíchisma)
  2. (geology) buttress (to a mountain)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντηρίδα (antirída) αντηρίδες (antirídes)
genitive αντηρίδας (antirídas) αντηρίδων (antirídon)
accusative αντηρίδα (antirída) αντηρίδες (antirídes)
vocative αντηρίδα (antirída) αντηρίδες (antirídes)

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]