αντηρίδα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντηρίδα • (antirída) f (plural αντηρίδες)
- (architecture) buttress
- Synonyms: αντέρεισμα (antéreisma), αντιστήριγμα (antistírigma), αντιτείχισμα (antiteíchisma)
- (geology) buttress (to a mountain)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντηρίδα (antirída) | αντηρίδες (antirídes) |
genitive | αντηρίδας (antirídas) | αντηρίδων (antirídon) |
accusative | αντηρίδα (antirída) | αντηρίδες (antirídes) |
vocative | αντηρίδα (antirída) | αντηρίδες (antirídes) |
Derived terms
[edit]- επίστεγη αντηρίδα f (epístegi antirída, “flying buttress”)
Further reading
[edit]- επίστεγη αντηρίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el