Jump to content

αντιτείχισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιτείχισμα (antiteíchisman (plural αντιστηρίγματα)

  1. (architecture) support, column (supporting arch, roof, etc)

Declension

[edit]
Declension of αντιτείχισμα
singular plural
nominative αντιτείχισμα (antiteíchisma) αντιτειχίσματα (antiteichísmata)
genitive αντιτειχίσματος (antiteichísmatos) αντιτειχισμάτων (antiteichismáton)
accusative αντιτείχισμα (antiteíchisma) αντιτειχίσματα (antiteichísmata)
vocative αντιτείχισμα (antiteíchisma) αντιτειχίσματα (antiteichísmata)