Jump to content

αντέρεισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντέρεισμα (antéreisman (plural αντερείσματα)

  1. (architecture) buttress
    Synonyms: αντηρίδα (antirída), αντιστήριγμα (antistírigma)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντέρεισμα (antéreisma) αντερείσματα (antereísmata)
genitive αντερείσματος (antereísmatos) αντερεισμάτων (antereismáton)
accusative αντέρεισμα (antéreisma) αντερείσματα (antereísmata)
vocative αντέρεισμα (antéreisma) αντερείσματα (antereísmata)

Further reading

[edit]