αντιστήριγμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιστήριγμα • (antistírigma) n (plural αντιστηρίγματα)
- (architecture) prop, shoring, abutment, buttress, support, brace
- Coordinate term: στήριγμα (stírigma)
- (figurative) support
- Synonym: αντιστύλι (antistýli)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιστήριγμα (antistírigma) | αντιστηρίγματα (antistirígmata) |
genitive | αντιστηρίγματος (antistirígmatos) | αντιστηριγμάτων (antistirigmáton) |
accusative | αντιστήριγμα (antistírigma) | αντιστηρίγματα (antistirígmata) |
vocative | αντιστήριγμα (antistírigma) | αντιστηρίγματα (antistirígmata) |
Related terms
[edit]- and see: στήριγμα n (stírigma, “prop”)
- αντιστηρίζω (antistirízo, “to prop, to buttress”)
- αντιστήριξη f (antistírixi, “propping, buttressing”)