Jump to content

αντιστήριγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιστήριγμα (antistírigman (plural αντιστηρίγματα)

  1. (architecture) prop, shoring, abutment, buttress, support, brace
    Coordinate term: στήριγμα (stírigma)
  2. (figurative) support
    Synonym: αντιστύλι (antistýli)

Declension

[edit]
Declension of αντιστήριγμα
singular plural
nominative αντιστήριγμα (antistírigma) αντιστηρίγματα (antistirígmata)
genitive αντιστηρίγματος (antistirígmatos) αντιστηριγμάτων (antistirigmáton)
accusative αντιστήριγμα (antistírigma) αντιστηρίγματα (antistirígmata)
vocative αντιστήριγμα (antistírigma) αντιστηρίγματα (antistirígmata)
[edit]