Jump to content

στήριγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek στήριγμα (stḗrigma).

Noun

[edit]

στήριγμα (stírigman (plural στηρίγματα)

  1. support (support: physical, emotional or psychological)
    Coordinate term: αντιστήριγμα (antistírigma)

Declension

[edit]
Declension of στήριγμα
singular plural
nominative στήριγμα (stírigma) στηρίγματα (stirígmata)
genitive στηρίγματος (stirígmatos) στηριγμάτων (stirigmáton)
accusative στήριγμα (stírigma) στηρίγματα (stirígmata)
vocative στήριγμα (stírigma) στηρίγματα (stirígmata)
[edit]