Jump to content

αντιστύλι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιστύλι (antistýlin (plural αντιστύλια)

  1. (construction) support, prop
  2. (figurative) support, mainstay, prop
    Synonym: υποστήριγμα (ypostírigma)
    Είναι το αντιστύλι της οικογένειάς μας.
    Eínai to antistýli tis oikogéneiás mas.
    He's the mainstay of our family

Declension

[edit]
Declension of αντιστύλι
singular plural
nominative αντιστύλι (antistýli) αντιστύλια (antistýlia)
genitive - -
accusative αντιστύλι (antistýli) αντιστύλια (antistýlia)
vocative αντιστύλι (antistýli) αντιστύλια (antistýlia)
[edit]