επίστεγη αντηρίδα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]επίστεγη αντηρίδα • (epístegi antirída) f (plural επίστεγες αντηρίδες)
Declension
[edit]Further reading
[edit]- επίστεγη αντηρίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
επίστεγη αντηρίδα • (epístegi antirída) f (plural επίστεγες αντηρίδες)