ακατάλληλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακατάλληλος • (akatállilos) m (feminine ακατάλληλη, neuter ακατάλληλο)
- inappropriate, unsuitable, inconvenient
- Synonyms: απρόσφορος (aprósforos), αταίριαστος (ataíriastos)
- unfit (for consumption)
Declension
[edit]Declension of ακατάλληλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάλληλος • | ακατάλληλη • | ακατάλληλο • | ακατάλληλοι • | ακατάλληλες • | ακατάλληλα • |
genitive | ακατάλληλου • | ακατάλληλης • | ακατάλληλου • | ακατάλληλων • | ακατάλληλων • | ακατάλληλων • |
accusative | ακατάλληλο • | ακατάλληλη • | ακατάλληλο • | ακατάλληλους • | ακατάλληλες • | ακατάλληλα • |
vocative | ακατάλληλε • | ακατάλληλη • | ακατάλληλο • | ακατάλληλοι • | ακατάλληλες • | ακατάλληλα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατάλληλος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατάλληλος, etc.) |
Synonyms
[edit]- απρεπής (aprepís)
- ανάρμοστος (anármostos)
Antonyms
[edit]- κατάλληλος (katállilos)
Related terms
[edit]- ακαταλληλότητα f (akatallilótita, “unsuitability”)