Jump to content

ακαταλληλότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ακατάλληλος (akatállilos, unsuitable) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Noun

[edit]

ακαταλληλότητα (akatallilótitaf (uncountable)

  1. unsuitability

Declension

[edit]
Declension of ακαταλληλότητα
singular plural
nominative ακαταλληλότητα (akatallilótita) ακαταλληλότητες (akatallilótites)
genitive ακαταλληλότητας (akatallilótitas) ακαταλληλοτήτων (akatallilotíton)
accusative ακαταλληλότητα (akatallilótita) ακαταλληλότητες (akatallilótites)
vocative ακαταλληλότητα (akatallilótita) ακαταλληλότητες (akatallilótites)