απρεπής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- άπρεπος (áprepos)
Adjective
[edit]απρεπής • (aprepís) m (feminine απρεπής, neuter απρεπές)
- improper, indecent, unseemly
- Synonyms: ακατάλληλος (akatállilos), ανάρμοστος (anármostos)
Declension
[edit]Declension of απρεπής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απρεπής • | απρεπής • | απρεπές • | απρεπείς • | απρεπείς • | απρεπή • |
genitive | απρεπούς • / απρεπή • | απρεπούς • | απρεπούς • | απρεπών • | απρεπών • | απρεπών • |
accusative | απρεπή • | απρεπή • | απρεπές • | απρεπείς • | απρεπείς • | απρεπή • |
vocative | απρεπή • / απρεπής • | απρεπής • | απρεπές • | απρεπείς • | απρεπείς • | απρεπή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απρεπής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απρεπής, etc.) |
Related terms
[edit]- see: απρέπεια f (aprépeia, “impropiety, immodesty”)