Jump to content

άπρεπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπρεπος (ápreposm (feminine άπρεπη, neuter άπρεπο)

  1. Alternative form of απρεπής (aprepís)

Declension

[edit]
Declension of άπρεπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπρεπος (áprepos) άπρεπη (áprepi) άπρεπο (áprepo) άπρεποι (áprepoi) άπρεπες (áprepes) άπρεπα (áprepa)
genitive άπρεπου (áprepou) άπρεπης (áprepis) άπρεπου (áprepou) άπρεπων (áprepon) άπρεπων (áprepon) άπρεπων (áprepon)
accusative άπρεπο (áprepo) άπρεπη (áprepi) άπρεπο (áprepo) άπρεπους (áprepous) άπρεπες (áprepes) άπρεπα (áprepa)
vocative άπρεπε (áprepe) άπρεπη (áprepi) άπρεπο (áprepo) άπρεποι (áprepoi) άπρεπες (áprepes) άπρεπα (áprepa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπρεπος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπρεπος, etc.)

Further reading

[edit]