έμμεσος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἔμμεσος (émmesos).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]έμμεσος • (émmesos) m (feminine έμμεση, neuter έμμεσο)
- indirect
- Antonym: άμεσος (ámesos)
- έμμεσο αντικείμενο (grammar) ― émmeso antikeímeno ― indirect object
Declension
[edit]Declension of έμμεσος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έμμεσος • | έμμεση • | έμμεσο • | έμμεσοι • | έμμεσες • | έμμεσα • |
genitive | έμμεσου • | έμμεσης • | έμμεσου • | έμμεσων • | έμμεσων • | έμμεσων • |
accusative | έμμεσο • | έμμεση • | έμμεσο • | έμμεσους • | έμμεσες • | έμμεσα • |
vocative | έμμεσε • | έμμεση • | έμμεσο • | έμμεσοι • | έμμεσες • | έμμεσα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έμμεσος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έμμεσος, etc.) |
Derived terms
[edit]References
[edit]- ^ έμμεσος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language