Jump to content

έμμεσος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek ἔμμεσος (émmesos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈe.me.sos/
  • Hyphenation: έμ‧με‧σος

Adjective

[edit]

έμμεσος (émmesosm (feminine έμμεση, neuter έμμεσο)

  1. indirect
    Antonym: άμεσος (ámesos)
    έμμεσο αντικείμενο (grammar)émmeso antikeímenoindirect object

Declension

[edit]
Declension of έμμεσος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έμμεσος (émmesos) έμμεση (émmesi) έμμεσο (émmeso) έμμεσοι (émmesoi) έμμεσες (émmeses) έμμεσα (émmesa)
genitive έμμεσου (émmesou) έμμεσης (émmesis) έμμεσου (émmesou) έμμεσων (émmeson) έμμεσων (émmeson) έμμεσων (émmeson)
accusative έμμεσο (émmeso) έμμεση (émmesi) έμμεσο (émmeso) έμμεσους (émmesous) έμμεσες (émmeses) έμμεσα (émmesa)
vocative έμμεσε (émmese) έμμεση (émmesi) έμμεσο (émmeso) έμμεσοι (émmesoi) έμμεσες (émmeses) έμμεσα (émmesa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έμμεσος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έμμεσος, etc.)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ έμμεσος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language