Jump to content

άμεσος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: αμέσως

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the Ancient Greek ἄμεσος (ámesos), which appears to be from α- (a-, a-, not) +‎ μέσος (mésos, middle); compare English immediate for a semantic parallel from the same component roots.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): [ˈa.mɛ.sɔs]
  • Hyphenation: ά‧με‧σος

Adjective

[edit]

άμεσος (ámesosm (feminine άμεση, neuter άμεσο)

  1. direct, without intermediary
  2. immediate, without delay, swift

Declension

[edit]
Declension of άμεσος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άμεσος (ámesos) άμεση (ámesi) άμεσο (ámeso) άμεσοι (ámesoi) άμεσες (ámeses) άμεσα (ámesa)
genitive άμεσου (ámesou) άμεσης (ámesis) άμεσου (ámesou) άμεσων (ámeson) άμεσων (ámeson) άμεσων (ámeson)
accusative άμεσο (ámeso) άμεση (ámesi) άμεσο (ámeso) άμεσους (ámesous) άμεσες (ámeses) άμεσα (ámesa)
vocative άμεσε (ámese) άμεση (ámesi) άμεσο (ámeso) άμεσοι (ámesoi) άμεσες (ámeses) άμεσα (ámesa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άμεσος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άμεσος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμεσότερος (amesóteros) αμεσότερη (amesóteri) αμεσότερο (amesótero) αμεσότεροι (amesóteroi) αμεσότερες (amesóteres) αμεσότερα (amesótera)
genitive αμεσότερου (amesóterou) αμεσότερης (amesóteris) αμεσότερου (amesóterou) αμεσότερων (amesóteron) αμεσότερων (amesóteron) αμεσότερων (amesóteron)
accusative αμεσότερο (amesótero) αμεσότερη (amesóteri) αμεσότερο (amesótero) αμεσότερους (amesóterous) αμεσότερες (amesóteres) αμεσότερα (amesótera)
vocative αμεσότερε (amesótere) αμεσότερη (amesóteri) αμεσότερο (amesótero) αμεσότεροι (amesóteroi) αμεσότερες (amesóteres) αμεσότερα (amesótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αμεσότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμεσότατος (amesótatos) αμεσότατη (amesótati) αμεσότατο (amesótato) αμεσότατοι (amesótatoi) αμεσότατες (amesótates) αμεσότατα (amesótata)
genitive αμεσότατου (amesótatou) αμεσότατης (amesótatis) αμεσότατου (amesótatou) αμεσότατων (amesótaton) αμεσότατων (amesótaton) αμεσότατων (amesótaton)
accusative αμεσότατο (amesótato) αμεσότατη (amesótati) αμεσότατο (amesótato) αμεσότατους (amesótatous) αμεσότατες (amesótates) αμεσότατα (amesótata)
vocative αμεσότατε (amesótate) αμεσότατη (amesótati) αμεσότατο (amesótato) αμεσότατοι (amesótatoi) αμεσότατες (amesótates) αμεσότατα (amesótata)

Coordinate terms

[edit]
[edit]