άμεσος
Jump to navigation
Jump to search
See also: αμέσως
Greek
[edit]Etymology
[edit]From the Ancient Greek ἄμεσος (ámesos), which appears to be from α- (a-, “a-, not”) + μέσος (mésos, “middle”); compare English immediate for a semantic parallel from the same component roots.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]άμεσος • (ámesos) m (feminine άμεση, neuter άμεσο)
- direct, without intermediary
- immediate, without delay, swift
Declension
[edit]Declension of άμεσος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άμεσος • | άμεση • | άμεσο • | άμεσοι • | άμεσες • | άμεσα • |
genitive | άμεσου • | άμεσης • | άμεσου • | άμεσων • | άμεσων • | άμεσων • |
accusative | άμεσο • | άμεση • | άμεσο • | άμεσους • | άμεσες • | άμεσα • |
vocative | άμεσε • | άμεση • | άμεσο • | άμεσοι • | άμεσες • | άμεσα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άμεσος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άμεσος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεσότερος • | αμεσότερη • | αμεσότερο • | αμεσότεροι • | αμεσότερες • | αμεσότερα • |
genitive | αμεσότερου • | αμεσότερης • | αμεσότερου • | αμεσότερων • | αμεσότερων • | αμεσότερων • |
accusative | αμεσότερο • | αμεσότερη • | αμεσότερο • | αμεσότερους • | αμεσότερες • | αμεσότερα • |
vocative | αμεσότερε • | αμεσότερη • | αμεσότερο • | αμεσότεροι • | αμεσότερες • | αμεσότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αμεσότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεσότατος • | αμεσότατη • | αμεσότατο • | αμεσότατοι • | αμεσότατες • | αμεσότατα • |
genitive | αμεσότατου • | αμεσότατης • | αμεσότατου • | αμεσότατων • | αμεσότατων • | αμεσότατων • |
accusative | αμεσότατο • | αμεσότατη • | αμεσότατο • | αμεσότατους • | αμεσότατες • | αμεσότατα • |
vocative | αμεσότατε • | αμεσότατη • | αμεσότατο • | αμεσότατοι • | αμεσότατες • | αμεσότατα • |
Coordinate terms
[edit]- ακαριαίος (akariaíos, “instantaneous”)