Jump to content

ακαριαίος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the Ancient Greek ἀκαριαῖος (akariaîos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): [a.ka.ɾi.ˈɛ.ɔs]
  • Hyphenation: α‧κα‧ρι‧αί‧ος

Adjective

[edit]

ακαριαίος (akariaíosm (feminine ακαριαία, neuter ακαριαίο)

  1. instantaneous, immediate, spontaneous

Declension

[edit]
Declension of ακαριαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαριαίος (akariaíos) ακαριαία (akariaía) ακαριαίο (akariaío) ακαριαίοι (akariaíoi) ακαριαίες (akariaíes) ακαριαία (akariaía)
genitive ακαριαίου (akariaíou) ακαριαίας (akariaías) ακαριαίου (akariaíou) ακαριαίων (akariaíon) ακαριαίων (akariaíon) ακαριαίων (akariaíon)
accusative ακαριαίο (akariaío) ακαριαία (akariaía) ακαριαίο (akariaío) ακαριαίους (akariaíous) ακαριαίες (akariaíes) ακαριαία (akariaía)
vocative ακαριαίε (akariaíe) ακαριαία (akariaía) ακαριαίο (akariaío) ακαριαίοι (akariaíoi) ακαριαίες (akariaíes) ακαριαία (akariaía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαριαίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαριαίος, etc.)

Coordinate terms

[edit]
[edit]