άνω στιγμή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]άνω στιγμή • (áno stigmí) f (plural άνω στιγμές)
- (grammar, typography, less common) raised point, upper stop, upper point, upper dot, the Greek semicolon, the “·”
- Synonym: (the usual term) άνω τελεία (áno teleía)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άνω στιγμή (áno stigmí) | άνω στιγμές (áno stigmés) |
genitive | άνω στιγμής (áno stigmís) | άνω στιγμών (áno stigmón) |
accusative | άνω στιγμή (áno stigmí) | άνω στιγμές (áno stigmés) |
vocative | άνω στιγμή (áno stigmí) | άνω στιγμές (áno stigmés) |
See also
[edit]- . τελεία (teleía)
- , κόμμα (kómma)
- : δύο τελείες (dýo teleíes)
- · άνω τελεία (áno teleía)
- ; ερωτηματικό (erotimatikó)
- ! θαυμαστικό (thavmastikó)
- « » εισαγωγικά (eisagogiká)
- " “ ” εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ‘ ’ εισαγωγικά (eisagogiká)
- ' ’ απόστροφος (apóstrofos)
- ¨ διαλυτικά (dialytiká)
- ΄ τόνος (tónos)
- ‐ ενωτικό (enotikó)
- — παύλα (pávla)
- … αποσιωπητικά (aposiopitiká)
- ( ) παρένθεση (parénthesi)
- [ ] αγκύλη (agkýli)
- { } άγκιστρο (ágkistro)
- » : 〃 ομοιωματικά (omoiomatiká)
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
Further reading
[edit]- ano teleia on Wikipedia.Wikipedia