Jump to content

άνω στιγμή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

άνω στιγμή (áno stigmíf (plural άνω στιγμές)

  1. (grammar, typography, less common) raised point, upper stop, upper point, upper dot, the Greek semicolon, the “·
    Synonym: (the usual term) άνω τελεία (áno teleía)

Declension

[edit]
Declension of άνω στιγμή
singular plural
nominative άνω στιγμή (áno stigmí) άνω στιγμές (áno stigmés)
genitive άνω στιγμής (áno stigmís) άνω στιγμών (áno stigmón)
accusative άνω στιγμή (áno stigmí) άνω στιγμές (áno stigmés)
vocative άνω στιγμή (áno stigmí) άνω στιγμές (áno stigmés)

See also

[edit]
.   τελεία (teleía)
,   κόμμα (kómma)
:   δύο τελείες (dýo teleíes)
·   άνω τελεία (áno teleía)
;   ερωτηματικό (erotimatikó)
!   θαυμαστικό (thavmastikó)
« »   εισαγωγικά (eisagogiká)
"       εισαγωγικά (eisagogiká)
'       εισαγωγικά (eisagogiká)
'     απόστροφος (apóstrofos)
¨   διαλυτικά (dialytiká)
΄   τόνος (tónos)
  ενωτικό (enotikó)
  παύλα (pávla)
  αποσιωπητικά (aposiopitiká)
  ( )     παρένθεση (parénthesi)
  [ ]     αγκύλη (agkýli)
  { }     άγκιστρο (ágkistro)
» :   ομοιωματικά (omoiomatiká)
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)

Further reading

[edit]