άθραυστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]άθραυστος • (áthrafstos) m (feminine άθραυστη, neuter άθραυστο)
- unbreakable, shatterproof
- Synonyms: αδιάσπαστος (adiáspastos), αρραγής (arragís), άτρωτος (átrotos), άφθαρτος (áfthartos), αδιάρρηκτος (adiárriktos), άσπαστος (áspastos)
- άθραυστο γυαλί ― áthrafsto gyalí ― unbreakable glass
- (figuratively) steadfast
- (rare) unbroken
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άθραυστος (áthrafstos) | άθραυστη (áthrafsti) | άθραυστο (áthrafsto) | άθραυστοι (áthrafstoi) | άθραυστες (áthrafstes) | άθραυστα (áthrafsta) | |
genitive | άθραυστου (áthrafstou) | άθραυστης (áthrafstis) | άθραυστου (áthrafstou) | άθραυστων (áthrafston) | άθραυστων (áthrafston) | άθραυστων (áthrafston) | |
accusative | άθραυστο (áthrafsto) | άθραυστη (áthrafsti) | άθραυστο (áthrafsto) | άθραυστους (áthrafstous) | άθραυστες (áthrafstes) | άθραυστα (áthrafsta) | |
vocative | άθραυστε (áthrafste) | άθραυστη (áthrafsti) | άθραυστο (áthrafsto) | άθραυστοι (áthrafstoi) | άθραυστες (áthrafstes) | άθραυστα (áthrafsta) |
Coordinate terms
[edit]- αδαμάντινος (adamántinos, “adamantine, diamond”, adjective)