Jump to content

άθραυστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άθραυστος (áthrafstosm (feminine άθραυστη, neuter άθραυστο)

  1. unbreakable, shatterproof
    Synonyms: αδιάσπαστος (adiáspastos), αρραγής (arragís), άτρωτος (átrotos), άφθαρτος (áfthartos), αδιάρρηκτος (adiárriktos), άσπαστος (áspastos)
    άθραυστο γυαλίáthrafsto gyalíunbreakable glass
  2. (figuratively) steadfast
  3. (rare) unbroken

Declension

[edit]
Declension of άθραυστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άθραυστος (áthrafstos) άθραυστη (áthrafsti) άθραυστο (áthrafsto) άθραυστοι (áthrafstoi) άθραυστες (áthrafstes) άθραυστα (áthrafsta)
genitive άθραυστου (áthrafstou) άθραυστης (áthrafstis) άθραυστου (áthrafstou) άθραυστων (áthrafston) άθραυστων (áthrafston) άθραυστων (áthrafston)
accusative άθραυστο (áthrafsto) άθραυστη (áthrafsti) άθραυστο (áthrafsto) άθραυστους (áthrafstous) άθραυστες (áthrafstes) άθραυστα (áthrafsta)
vocative άθραυστε (áthrafste) άθραυστη (áthrafsti) άθραυστο (áthrafsto) άθραυστοι (áthrafstoi) άθραυστες (áthrafstes) άθραυστα (áthrafsta)

Coordinate terms

[edit]