Jump to content

αδιάρρηκτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιάρρηκτος (adiárriktosm (feminine αδιάρρηκτη, neuter αδιάρρηκτο)

  1. unbreakable
    αδιάρρηκτοι δεσμοί φιλίας (unbreakable bonds of friendship)
    Tο χρηματοκιβώτιο βρέθηκε αδιάρρηκτο. (The safe was found to be unbreakable.)
  2. intact, unbroken

Declension

[edit]
Declension of αδιάρρηκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιάρρηκτος (adiárriktos) αδιάρρηκτη (adiárrikti) αδιάρρηκτο (adiárrikto) αδιάρρηκτοι (adiárriktoi) αδιάρρηκτες (adiárriktes) αδιάρρηκτα (adiárrikta)
genitive αδιάρρηκτου (adiárriktou) αδιάρρηκτης (adiárriktis) αδιάρρηκτου (adiárriktou) αδιάρρηκτων (adiárrikton) αδιάρρηκτων (adiárrikton) αδιάρρηκτων (adiárrikton)
accusative αδιάρρηκτο (adiárrikto) αδιάρρηκτη (adiárrikti) αδιάρρηκτο (adiárrikto) αδιάρρηκτους (adiárriktous) αδιάρρηκτες (adiárriktes) αδιάρρηκτα (adiárrikta)
vocative αδιάρρηκτε (adiárrikte) αδιάρρηκτη (adiárrikti) αδιάρρηκτο (adiárrikto) αδιάρρηκτοι (adiárriktoi) αδιάρρηκτες (adiárriktes) αδιάρρηκτα (adiárrikta)

Synonyms

[edit]