χειμωνιάτικος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]χειμώνας (cheimónas, “winter”) + -ιάτικος (-iátikos, “suffix for adjectives denoting time”).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]χειμωνιάτικος • (cheimoniátikos) m (feminine χειμωνιάτικη, neuter χειμωνιάτικο)
- wintry, winter, winter- (occurring during, suitable for or typical of the season of winter)
- χειμωνιάτικο κρύο ― cheimoniátiko krýo ― wintry cold
- χειμωνιάτικες πυτζάμες ― cheimoniátikes pytzámes ― winter pyjamas
- χειμωνιάτικα ρούχα ― cheimoniátika roúcha ― winter clothes
- Χειμωνιάτικο Ταξίδι ― Cheimoniátiko Taxídi ― Winter Journey (Winterreise by Franz Schubert)
Declension
[edit]Declension of χειμωνιάτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χειμωνιάτικος • | χειμωνιάτικη • | χειμωνιάτικο • | χειμωνιάτικοι • | χειμωνιάτικες • | χειμωνιάτικα • |
genitive | χειμωνιάτικου • | χειμωνιάτικης • | χειμωνιάτικου • | χειμωνιάτικων • | χειμωνιάτικων • | χειμωνιάτικων • |
accusative | χειμωνιάτικο • | χειμωνιάτικη • | χειμωνιάτικο • | χειμωνιάτικους • | χειμωνιάτικες • | χειμωνιάτικα • |
vocative | χειμωνιάτικε • | χειμωνιάτικη • | χειμωνιάτικο • | χειμωνιάτικοι • | χειμωνιάτικες • | χειμωνιάτικα • |
Synonyms
[edit]- χειμερινός (cheimerinós)
- χειμέριος (cheimérios)
Derived terms
[edit]- χειμωνιάτικα (cheimoniátika, “in a winter way, in a winter manner, in the winter”) (adverb)
Related terms
[edit]- see: χειμώνας m (cheimónas, “winter”)
Other seasons:
- ανοιξιάτικος (anoixiátikos, “spring”)
- καλοκαιριάτικος (kalokairiátikos, “summer, summery”)
- φθινοπωριάτικος (fthinoporiátikos, “autumnal, fall”)
References
[edit]- ^ χειμωνιάτικος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language