χειμέριος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

χειμέριος (cheimériosm (feminine χειμερία, neuter χειμέριο)

  1. winter

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χειμέριος (cheimérios) χειμέρια (cheiméria) χειμέριο (cheimério) χειμέριοι (cheimérioi) χειμέριες (cheiméries) χειμέρια (cheiméria)
genitive χειμέριου (cheimériou) χειμέριας (cheimérias) χειμέριου (cheimériou) χειμέριων (cheimérion) χειμέριων (cheimérion) χειμέριων (cheimérion)
accusative χειμέριο (cheimério) χειμέρια (cheiméria) χειμέριο (cheimério) χειμέριους (cheimérious) χειμέριες (cheiméries) χειμέρια (cheiméria)
vocative χειμέριε (cheimérie) χειμέρια (cheiméria) χειμέριο (cheimério) χειμέριοι (cheimérioi) χειμέριες (cheiméries) χειμέρια (cheiméria)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
and see: χειμώνας m (cheimónas, winter)