φαστφουντάδικο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]φαστ φουντ (fast fount, “fast food”) + -άδικο (-ádiko, “shop”)
Noun
[edit]φαστφουντάδικο • (fastfountádiko) n (plural φαστφουντάδικα)
Declension
[edit]Declension of φαστφουντάδικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φαστφουντάδικο • | φαστφουντάδικα • |
genitive | φαστφουντάδικου • | φαστφουντάδικων • |
accusative | φαστφουντάδικο • | φαστφουντάδικα • |
vocative | φαστφουντάδικο • | φαστφουντάδικα • |
Synonyms
[edit]- ταχυφαγείο n (tachyfageío)