-άδικο
Appearance
See also: άδικο
Greek
[edit]Suffix
[edit]-άδικο • (-ádiko) n
- Forms shops, workshops, laboratories used in connection with the root word.
- γαλατάς (galatás, “milkman”) + -άδικο (-ádiko) → γαλατάδικο (galatádiko, “dairy”)
- φαστ φουντ (fast fount, “fast food”) + -άδικο (-ádiko) → φαστφουντάδικο (fastfountádiko, “fast food outlet”)
Synonyms
[edit]- -πωλείο n (-poleío)