ταχυφαγείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]ταχυ- (tachy-, “fast”) + φαΐ (faḯ, “food”) + -είο (-eío).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ταχυφαγείο • (tachyfageío) n (plural ταχυφαγεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταχυφαγείο (tachyfageío) | ταχυφαγεία (tachyfageía) |
genitive | ταχυφαγείου (tachyfageíou) | ταχυφαγείων (tachyfageíon) |
accusative | ταχυφαγείο (tachyfageío) | ταχυφαγεία (tachyfageía) |
vocative | ταχυφαγείο (tachyfageío) | ταχυφαγεία (tachyfageía) |
Synonyms
[edit]- φαστφουντάδικο n (fastfountádiko)