Jump to content

ταχυφαγείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ταχυ- (tachy-, fast) +‎ φαΐ (faḯ, food) +‎ -είο (-eío).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /taçifaˈʝio/
  • Hyphenation: τα‧χυ‧φα‧γεί‧ο

Noun

[edit]

ταχυφαγείο (tachyfageíon (plural ταχυφαγεία)

  1. fast food outlet

Declension

[edit]
Declension of ταχυφαγείο
singular plural
nominative ταχυφαγείο (tachyfageío) ταχυφαγεία (tachyfageía)
genitive ταχυφαγείου (tachyfageíou) ταχυφαγείων (tachyfageíon)
accusative ταχυφαγείο (tachyfageío) ταχυφαγεία (tachyfageía)
vocative ταχυφαγείο (tachyfageío) ταχυφαγεία (tachyfageía)

Synonyms

[edit]