Jump to content

υπόδουλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek ὑπόδουλος (hupódoulos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /iˈpo.ðu.los/
  • Hyphenation: υ‧πό‧δου‧λος

Adjective

[edit]

υπόδουλος (ypódoulosm (feminine υπόδουλη, neuter υπόδουλο)

  1. enslaved

Declension

[edit]
Declension of υπόδουλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπόδουλος (ypódoulos) υπόδουλη (ypódouli) υπόδουλο (ypódoulo) υπόδουλοι (ypódouloi) υπόδουλες (ypódoules) υπόδουλα (ypódoula)
genitive υπόδουλου (ypódoulou) υπόδουλης (ypódoulis) υπόδουλου (ypódoulou) υπόδουλων (ypódoulon) υπόδουλων (ypódoulon) υπόδουλων (ypódoulon)
accusative υπόδουλο (ypódoulo) υπόδουλη (ypódouli) υπόδουλο (ypódoulo) υπόδουλους (ypódoulous) υπόδουλες (ypódoules) υπόδουλα (ypódoula)
vocative υπόδουλε (ypódoule) υπόδουλη (ypódouli) υπόδουλο (ypódoulo) υπόδουλοι (ypódouloi) υπόδουλες (ypódoules) υπόδουλα (ypódoula)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ υπόδουλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language