υποδούλωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from υποδουλώ(νω) (ypodouló(no)) + -ση (-si).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]υποδούλωση • (ypodoúlosi) f
Declension
[edit]Declension of υποδούλωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | υποδούλωση • | υποδουλώσεις • | |
genitive | υποδούλωσης • | υποδουλώσεων • | |
accusative | υποδούλωση • | υποδουλώσεις • | |
vocative | υποδούλωση • | υποδουλώσεις • | |
Older or formal genitive singular: υποδουλώσεως • |
Related terms
[edit]- δουλεία f (douleía)
- δούλος m (doúlos), δούλα f (doúla)
- υπόδουλος (ypódoulos)
- υποδουλώνω (ypodoulóno)
References
[edit]- ^ υποδούλωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language