Jump to content

υποτελής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὑποτελής (hupotelḗs).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

υποτελής (ypotelísm (feminine υποτελής, neuter υποτελές)

  1. subjugated, subordinate (controlled by authority)
  2. submissive

Declension

[edit]
Declension of υποτελής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υποτελής (ypotelís) υποτελής (ypotelís) υποτελές (ypotelés) υποτελείς (ypoteleís) υποτελείς (ypoteleís) υποτελή (ypotelí)
genitive υποτελούς (ypoteloús)
υποτελή (ypotelí)
υποτελούς (ypoteloús) υποτελούς (ypoteloús) υποτελών (ypotelón) υποτελών (ypotelón) υποτελών (ypotelón)
accusative υποτελή (ypotelí) υποτελή (ypotelí) υποτελές (ypotelés) υποτελείς (ypoteleís) υποτελείς (ypoteleís) υποτελή (ypotelí)
vocative υποτελή (ypotelí)
υποτελής (ypotelís)
υποτελής (ypotelís) υποτελές (ypotelés) υποτελείς (ypoteleís) υποτελείς (ypoteleís) υποτελή (ypotelí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποτελής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποτελής, etc.)

Noun

[edit]

υποτελής (ypotelísm or f (plural υποτελείς)

  1. vassal

Declension

[edit]
Declension of υποτελής
singular plural
nominative υποτελής (ypotelís) υποτελείς (ypoteleís)
genitive υποτελή (ypotelí)
υποτελούς (ypoteloús)
υποτελών (ypotelón)
accusative υποτελή (ypotelí) υποτελείς (ypoteleís)
vocative υποτελή (ypotelí) υποτελείς (ypoteleís)

Further reading

[edit]