Jump to content

υποκοριστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek ὑποκοριστικός (hupokoristikós, usually the neuter: diminutive (name); pet name).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.po.ko.ɾi.stiˈkos/
  • Hyphenation: υ‧πο‧κο‧ρι‧στι‧κός

Adjective

[edit]

υποκοριστικός (ypokoristikósm (feminine υποκοριστική, neuter υποκοριστικό)

  1. (grammar) diminutive
  2. (less common, by extension) hypocoristic [2]
    note: for hypocoristic see[3] χαϊδευτικός (chaïdeftikós), also θωπευτικός (thopeftikós)

Declension

[edit]
Declension of υποκοριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υποκοριστικός (ypokoristikós) υποκοριστική (ypokoristikí) υποκοριστικό (ypokoristikó) υποκοριστικοί (ypokoristikoí) υποκοριστικές (ypokoristikés) υποκοριστικά (ypokoristiká)
genitive υποκοριστικού (ypokoristikoú) υποκοριστικής (ypokoristikís) υποκοριστικού (ypokoristikoú) υποκοριστικών (ypokoristikón) υποκοριστικών (ypokoristikón) υποκοριστικών (ypokoristikón)
accusative υποκοριστικό (ypokoristikó) υποκοριστική (ypokoristikí) υποκοριστικό (ypokoristikó) υποκοριστικούς (ypokoristikoús) υποκοριστικές (ypokoristikés) υποκοριστικά (ypokoristiká)
vocative υποκοριστικέ (ypokoristiké) υποκοριστική (ypokoristikí) υποκοριστικό (ypokoristikó) υποκοριστικοί (ypokoristikoí) υποκοριστικές (ypokoristikés) υποκοριστικά (ypokoristiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ υποκοριστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ υποκοριστικός - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)
  3. ^ υποκοριστικός (& comments on diminutive & hypocoristica - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: [] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.