Jump to content

τοξικομανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τοξικομανής (toxikomanísm (feminine τοξικομανής, neuter τοξικομανές)

  1. drug addicted, drug dependent

Declension

[edit]
Declension of τοξικομανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τοξικομανής (toxikomanís) τοξικομανής (toxikomanís) τοξικομανές (toxikomanés) τοξικομανείς (toxikomaneís) τοξικομανείς (toxikomaneís) τοξικομανή (toxikomaní)
genitive τοξικομανούς (toxikomanoús)
τοξικομανή (toxikomaní)
τοξικομανούς (toxikomanoús) τοξικομανούς (toxikomanoús) τοξικομανών (toxikomanón) τοξικομανών (toxikomanón) τοξικομανών (toxikomanón)
accusative τοξικομανή (toxikomaní) τοξικομανή (toxikomaní) τοξικομανές (toxikomanés) τοξικομανείς (toxikomaneís) τοξικομανείς (toxikomaneís) τοξικομανή (toxikomaní)
vocative τοξικομανή (toxikomaní)
τοξικομανής (toxikomanís)
τοξικομανής (toxikomanís) τοξικομανές (toxikomanés) τοξικομανείς (toxikomaneís) τοξικομανείς (toxikomaneís) τοξικομανή (toxikomaní)
[edit]

Noun

[edit]

τοξικομανής (toxikomanísm or f (plural τοξικομανείς)

  1. drug addict

Declension

[edit]
singular plural
nominative τοξικομανής (toxikomanís) τοξικομανές (toxikomanés)
genitive τοξικομανή (toxikomaní) τοξικομανών (toxikomanón)
accusative τοξικομανή (toxikomaní) τοξικομανές (toxikomanés)
vocative τοξικομανή (toxikomaní) τοξικομανές (toxikomanés)