τοξίνη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]τοξίνη • (toxíni) f (plural τοξίνες)
- (medicine, biochemistry) toxin
- Antonym: αντιτοξίνη (antitoxíni)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τοξίνη (toxíni) | τοξίνες (toxínes) |
genitive | τοξίνης (toxínis) | τοξινών (toxinón) |
accusative | τοξίνη (toxíni) | τοξίνες (toxínes) |
vocative | τοξίνη (toxíni) | τοξίνες (toxínes) |
Related terms
[edit]- αντιτοξίνη f (antitoxíni, “antitoxin”)
- αποτοξινώνω (apotoxinóno, “to detoxify”)
- αποτοξίνωση f (apotoxínosi, “detoxification”)
- τοξικό n (toxikó, “toxicant”)
- τοξικολογία f (toxikología, “toxicology”)
- τοξικολογικός (toxikologikós, “toxicological”, adjective)
- τοξικολόγος m (toxikológos, “toxicologist”)
- τοξικομανής m (toxikomanís, “drug adict”)
- τοξικομανής (toxikomanís, “drug adicted”, adjective)
- τοξικομανία f (toxikomanía, “drug addiction”)
- τοξικός (toxikós, “toxic”, adjective)
- τοξικότητα f (toxikótita, “toxicity”)
- τοξιναιμία f (toxinaimía, “toxinaemia, blood poisoning”)
- τοξίνωση f (toxínosi, “poisoning”)
Further reading
[edit]- τοξίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el