Jump to content

τοξίνη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τοξίνη (toxínif (plural τοξίνες)

  1. (medicine, biochemistry) toxin
    Antonym: αντιτοξίνη (antitoxíni)

Declension

[edit]
Declension of τοξίνη
singular plural
nominative τοξίνη (toxíni) τοξίνες (toxínes)
genitive τοξίνης (toxínis) τοξινών (toxinón)
accusative τοξίνη (toxíni) τοξίνες (toxínes)
vocative τοξίνη (toxíni) τοξίνες (toxínes)
[edit]

Further reading

[edit]