Jump to content

αποτοξίνωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποτοξίνωση (apotoxínosif (plural αποτοξινώσεις)

  1. detoxification, detoxication

Declension

[edit]
singular plural
nominative αποτοξίνωση (apotoxínosi) αποτοξινώσεις (apotoxinóseis)
genitive αποτοξίνωσης (apotoxínosis) αποτοξινώσεων (apotoxinóseon)
accusative αποτοξίνωση (apotoxínosi) αποτοξινώσεις (apotoxinóseis)
vocative αποτοξίνωση (apotoxínosi) αποτοξινώσεις (apotoxinóseis)

Older or formal genitive singular: αποτοξινώσεως (apotoxinóseos)

[edit]

Further reading

[edit]