τηλεσκόπιο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from New Latin telescopium, from Ancient Greek τηλεσκόπος (tēleskópos, “far-seeing”) + -ιον (-ion), from τηλε- (tēle-, “far”) + σκοπέω, σκοπῶ (skopéō, skopô, “to look”).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]τηλεσκόπιο • (tileskópio) n (plural τηλεσκόπια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλεσκόπιο (tileskópio) | τηλεσκόπια (tileskópia) |
genitive | τηλεσκοπίου (tileskopíou) τηλεσκόπιου (tileskópiou) |
τηλεσκοπίων (tileskopíon) |
accusative | τηλεσκόπιο (tileskópio) | τηλεσκόπια (tileskópia) |
vocative | τηλεσκόπιο (tileskópio) | τηλεσκόπια (tileskópia) |
Related terms
[edit]- τηλεσκοπικός (tileskopikós)
- Τηλεσκόπιον (Tileskópion)
References
[edit]- ^ τηλεσκόπιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- τηλεσκόπιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el