Jump to content

τηλεσκοπικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from French télescopique or English telescopic.[1] By surface analysis, τηλεσκόπιο (tileskópio) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ti.le.sko.piˈkos/
  • Hyphenation: τη‧λε‧σκο‧πι‧κός

Adjective

[edit]

τηλεσκοπικός (tileskopikósm (feminine τηλεσκοπική, neuter τηλεσκοπικό)

  1. telescopic (pertaining to, or carried out by means of, a telescope)
  2. telescopic (seen by means of a telescope; only visible through a telescope)
  3. telescopic (able to be extended or retracted by the use of parts that slide over one another)

Declension

[edit]
Declension of τηλεσκοπικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τηλεσκοπικός (tileskopikós) τηλεσκοπική (tileskopikí) τηλεσκοπικό (tileskopikó) τηλεσκοπικοί (tileskopikoí) τηλεσκοπικές (tileskopikés) τηλεσκοπικά (tileskopiká)
genitive τηλεσκοπικού (tileskopikoú) τηλεσκοπικής (tileskopikís) τηλεσκοπικού (tileskopikoú) τηλεσκοπικών (tileskopikón) τηλεσκοπικών (tileskopikón) τηλεσκοπικών (tileskopikón)
accusative τηλεσκοπικό (tileskopikó) τηλεσκοπική (tileskopikí) τηλεσκοπικό (tileskopikó) τηλεσκοπικούς (tileskopikoús) τηλεσκοπικές (tileskopikés) τηλεσκοπικά (tileskopiká)
vocative τηλεσκοπικέ (tileskopiké) τηλεσκοπική (tileskopikí) τηλεσκοπικό (tileskopikó) τηλεσκοπικοί (tileskopikoí) τηλεσκοπικές (tileskopikés) τηλεσκοπικά (tileskopiká)

References

[edit]
  1. ^ τηλεσκοπικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language