Jump to content

σωστός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σῴζω (sṓizō, to save) +‎ -τός (-tós, adjectival suffix).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

σωστός (sōstósm (feminine σωστή, neuter σωστόν); first/second declension

  1. safe

Declension

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: σωστός (sostós)

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from the Hellenistic Koine Greek σωστός (sōstós, saved). The modern meaning ("correct"), since the mediaeval period.[1]
Verbal adjective of the ancien verb σῴζω (sṓizō, to save), modern σώζω (sózo), hence literally "safe and sound; secure; sure, certain".

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /soˈstos/
  • Hyphenation: σω‧στός

Adjective

[edit]

σωστός (sostósm (feminine σωστή, neuter σωστό)

  1. correct, right
    Synonym: ορθός (orthós)
    Antonym: λάθος (láthos)
  2. real, true
  3. (figuratively) well-mannered, well-behaved

Declension

[edit]
Declension of σωστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σωστός (sostós) σωστή (sostí) σωστό (sostó) σωστοί (sostoí) σωστές (sostés) σωστά (sostá)
genitive σωστού (sostoú) σωστής (sostís) σωστού (sostoú) σωστών (sostón) σωστών (sostón) σωστών (sostón)
accusative σωστό (sostó) σωστή (sostí) σωστό (sostó) σωστούς (sostoús) σωστές (sostés) σωστά (sostá)
vocative σωστέ (sosté) σωστή (sostí) σωστό (sostó) σωστοί (sostoí) σωστές (sostés) σωστά (sostá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σωστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σωστός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σωστότερος (sostóteros) σωστότερη (sostóteri) σωστότερο (sostótero) σωστότεροι (sostóteroi) σωστότερες (sostóteres) σωστότερα (sostótera)
genitive σωστότερου (sostóterou) σωστότερης (sostóteris) σωστότερου (sostóterou) σωστότερων (sostóteron) σωστότερων (sostóteron) σωστότερων (sostóteron)
accusative σωστότερο (sostótero) σωστότερη (sostóteri) σωστότερο (sostótero) σωστότερους (sostóterous) σωστότερες (sostóteres) σωστότερα (sostótera)
vocative σωστότερε (sostótere) σωστότερη (sostóteri) σωστότερο (sostótero) σωστότεροι (sostóteroi) σωστότερες (sostóteres) σωστότερα (sostótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σωστότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σωστότατος (sostótatos) σωστότατη (sostótati) σωστότατο (sostótato) σωστότατοι (sostótatoi) σωστότατες (sostótates) σωστότατα (sostótata)
genitive σωστότατου (sostótatou) σωστότατης (sostótatis) σωστότατου (sostótatou) σωστότατων (sostótaton) σωστότατων (sostótaton) σωστότατων (sostótaton)
accusative σωστότατο (sostótato) σωστότατη (sostótati) σωστότατο (sostótato) σωστότατους (sostótatous) σωστότατες (sostótates) σωστότατα (sostótata)
vocative σωστότατε (sostótate) σωστότατη (sostótati) σωστότατο (sostótato) σωστότατοι (sostótatoi) σωστότατες (sostótates) σωστότατα (sostótata)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ σωστός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language