Jump to content

συνειδητός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from συνείδη(ση) (syneídi(si)) +‎ -τός (-tós), a calque of French conscient.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.ni.ðiˈtos/
  • Hyphenation: συ‧νει‧δη‧τός

Adjective

[edit]

συνειδητός (syneiditósm (feminine συνειδητή, neuter συνειδητό)

  1. conscious (deliberate, intentional, done with awareness of what one is doing)
  2. conscious (known or felt personally, internally by a person)
  3. conscious (aware of, sensitive to; observing and noticing, or being strongly interested in or concerned about)

Declension

[edit]
Declension of συνειδητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνειδητός (syneiditós) συνειδητή (syneidití) συνειδητό (syneiditó) συνειδητοί (syneiditoí) συνειδητές (syneidités) συνειδητά (syneiditá)
genitive συνειδητού (syneiditoú) συνειδητής (syneiditís) συνειδητού (syneiditoú) συνειδητών (syneiditón) συνειδητών (syneiditón) συνειδητών (syneiditón)
accusative συνειδητό (syneiditó) συνειδητή (syneidití) συνειδητό (syneiditó) συνειδητούς (syneiditoús) συνειδητές (syneidités) συνειδητά (syneiditá)
vocative συνειδητέ (syneidité) συνειδητή (syneidití) συνειδητό (syneiditó) συνειδητοί (syneiditoí) συνειδητές (syneidités) συνειδητά (syneiditá)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ συνειδητός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language