συνειδητός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from συνείδη(ση) (syneídi(si)) + -τός (-tós), a calque of French conscient.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συνειδητός • (syneiditós) m (feminine συνειδητή, neuter συνειδητό)
- conscious (deliberate, intentional, done with awareness of what one is doing)
- conscious (known or felt personally, internally by a person)
- conscious (aware of, sensitive to; observing and noticing, or being strongly interested in or concerned about)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συνειδητός (syneiditós) | συνειδητή (syneidití) | συνειδητό (syneiditó) | συνειδητοί (syneiditoí) | συνειδητές (syneidités) | συνειδητά (syneiditá) | |
genitive | συνειδητού (syneiditoú) | συνειδητής (syneiditís) | συνειδητού (syneiditoú) | συνειδητών (syneiditón) | συνειδητών (syneiditón) | συνειδητών (syneiditón) | |
accusative | συνειδητό (syneiditó) | συνειδητή (syneidití) | συνειδητό (syneiditó) | συνειδητούς (syneiditoús) | συνειδητές (syneidités) | συνειδητά (syneiditá) | |
vocative | συνειδητέ (syneidité) | συνειδητή (syneidití) | συνειδητό (syneiditó) | συνειδητοί (syneiditoí) | συνειδητές (syneidités) | συνειδητά (syneiditá) |
Derived terms
[edit]- συνειδητά (syneiditá, adverb)
- συνειδητό n (syneiditó)
- συνειδητοποιώ (syneiditopoió)
Related terms
[edit]- see: συνείδηση f (syneídisi)
References
[edit]- ^ συνειδητός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language