συνείδηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek συνείδησις (suneídēsis).
Noun
[edit]συνείδηση • (syneídisi) f (plural συνειδήσεις)
Declension
[edit]Declension of συνείδηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συνείδηση • | συνειδήσεις • | |
genitive | συνείδησης • | συνειδήσεων • | |
accusative | συνείδηση • | συνειδήσεις • | |
vocative | συνείδηση • | συνειδήσεις • | |
Older or formal genitive singular: συνειδήσεως • |
Related terms
[edit]- ασυνείδητος (asyneíditos, “unprincipled, dishonest”, adjective)
- συνειδητοποιώ (syneiditopoió, “to be aware of”)
- συνειδητός (syneiditós, “conscious”, adjective)
Further reading
[edit]- συνείδηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- συνείδηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- συνείδηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- συνείδηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el