Jump to content

ασυνείδητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασυνείδητος (asyneíditosm (feminine ασυνείδητη, neuter ασυνείδητο)

  1. unprincipled, dishonest, unscrupulous
  2. (nominalised, neuter, psychology) (the) unconscious

Declension

[edit]
Declension of ασυνείδητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυνείδητος (asyneíditos) ασυνείδητη (asyneíditi) ασυνείδητο (asyneídito) ασυνείδητοι (asyneíditoi) ασυνείδητες (asyneídites) ασυνείδητα (asyneídita)
genitive ασυνείδητου (asyneíditou) ασυνείδητης (asyneíditis) ασυνείδητου (asyneíditou) ασυνείδητων (asyneíditon) ασυνείδητων (asyneíditon) ασυνείδητων (asyneíditon)
accusative ασυνείδητο (asyneídito) ασυνείδητη (asyneíditi) ασυνείδητο (asyneídito) ασυνείδητους (asyneíditous) ασυνείδητες (asyneídites) ασυνείδητα (asyneídita)
vocative ασυνείδητε (asyneídite) ασυνείδητη (asyneíditi) ασυνείδητο (asyneídito) ασυνείδητοι (asyneíditoi) ασυνείδητες (asyneídites) ασυνείδητα (asyneídita)
[edit]

Further reading

[edit]