Jump to content

συνειδητό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.ni.ðiˈto/
  • Hyphenation: συ‧νει‧δη‧τό

Adjective

[edit]

συνειδητό (syneiditó)

  1. accusative masculine singular of συνειδητός (syneiditós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of συνειδητός (syneiditós)

Noun

[edit]

συνειδητό (syneiditón

  1. conscious

Declension

[edit]
Declension of συνειδητό
singular plural
nominative συνειδητό (syneiditó) συνειδητά (syneiditá)
genitive συνειδητού (syneiditoú) συνειδητών (syneiditón)
accusative συνειδητό (syneiditó) συνειδητά (syneiditá)
vocative συνειδητό (syneiditó) συνειδητά (syneiditá)

Further reading

[edit]