συμβολικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek συμβολικός (sumbolikós) with semantic loan from French symbolique.[1] By surface analysis, σύμβολο (sýmvolo) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συμβολικός • (symvolikós) m (feminine συμβολική, neuter συμβολικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμβολικός (symvolikós) | συμβολική (symvolikí) | συμβολικό (symvolikó) | συμβολικοί (symvolikoí) | συμβολικές (symvolikés) | συμβολικά (symvoliká) | |
genitive | συμβολικού (symvolikoú) | συμβολικής (symvolikís) | συμβολικού (symvolikoú) | συμβολικών (symvolikón) | συμβολικών (symvolikón) | συμβολικών (symvolikón) | |
accusative | συμβολικό (symvolikó) | συμβολική (symvolikí) | συμβολικό (symvolikó) | συμβολικούς (symvolikoús) | συμβολικές (symvolikés) | συμβολικά (symvoliká) | |
vocative | συμβολικέ (symvoliké) | συμβολική (symvolikí) | συμβολικό (symvolikó) | συμβολικοί (symvolikoí) | συμβολικές (symvolikés) | συμβολικά (symvoliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμβολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμβολικός, etc.)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ συμβολικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms borrowed from Koine Greek
- Greek learned borrowings from Koine Greek
- Greek terms derived from Koine Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek terms suffixed with -ικός
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek adjectives in declension ός-ή-ό