Jump to content

συμβολή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συμβολή (symvolíf (plural συμβολές)

  1. junction, join
  2. contribution

Declension

[edit]
Declension of συμβολή
singular plural
nominative συμβολή (symvolí) συμβολές (symvolés)
genitive συμβολής (symvolís) συμβολών (symvolón)
accusative συμβολή (symvolí) συμβολές (symvolés)
vocative συμβολή (symvolí) συμβολές (symvolés)