στερητικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek στερητικός (sterētikós).[1] By surface analysis, στερη- (stem of στερώ (steró)) + -τικός (-tikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]στερητικός • (steritikós) m (feminine στερητική, neuter στερητικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στερητικός (steritikós) | στερητική (steritikí) | στερητικό (steritikó) | στερητικοί (steritikoí) | στερητικές (steritikés) | στερητικά (steritiká) | |
genitive | στερητικού (steritikoú) | στερητικής (steritikís) | στερητικού (steritikoú) | στερητικών (steritikón) | στερητικών (steritikón) | στερητικών (steritikón) | |
accusative | στερητικό (steritikó) | στερητική (steritikí) | στερητικό (steritikó) | στερητικούς (steritikoús) | στερητικές (steritikés) | στερητικά (steritiká) | |
vocative | στερητικέ (steritiké) | στερητική (steritikí) | στερητικό (steritikó) | στερητικοί (steritikoí) | στερητικές (steritikés) | στερητικά (steritiká) |
Related terms
[edit]- see: στερώ (steró, “to deprive”)
References
[edit]- ^ στερητικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language