Jump to content

στερητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek στερητικός (sterētikós).[1] By surface analysis, στερη- (stem of στερώ (steró)) +‎ -τικός (-tikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ste.ɾi.tiˈkos/
  • Hyphenation: στε‧ρη‧τι‧κός

Adjective

[edit]

στερητικός (steritikósm (feminine στερητική, neuter στερητικό)

  1. privative (causing privation; depriving)
  2. (grammar) privative (indicating the absence of something)

Declension

[edit]
Declension of στερητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στερητικός (steritikós) στερητική (steritikí) στερητικό (steritikó) στερητικοί (steritikoí) στερητικές (steritikés) στερητικά (steritiká)
genitive στερητικού (steritikoú) στερητικής (steritikís) στερητικού (steritikoú) στερητικών (steritikón) στερητικών (steritikón) στερητικών (steritikón)
accusative στερητικό (steritikó) στερητική (steritikí) στερητικό (steritikó) στερητικούς (steritikoús) στερητικές (steritikés) στερητικά (steritiká)
vocative στερητικέ (steritiké) στερητική (steritikí) στερητικό (steritikó) στερητικοί (steritikoí) στερητικές (steritikés) στερητικά (steritiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ στερητικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language