Jump to content

σπανακόπιτα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

σπανάκι (spanáki, spinach) +‎ πίτα (píta, pie)

Noun

[edit]

σπανακόπιτα (spanakópitaf (plural σπανακόπιτες)

  1. (usually short for σπανακοτυρόπιτα) spanakotiropita, spinach and cheese pie
  2. spanakopita, spinach pie

Declension

[edit]
singular plural
nominative σπανακόπιτα (spanakópita) σπανακόπιτες (spanakópites)
genitive σπανακόπιτας (spanakópitas) σπανακοπιτών (spanakopitón)
accusative σπανακόπιτα (spanakópita) σπανακόπιτες (spanakópites)
vocative σπανακόπιτα (spanakópita) σπανακόπιτες (spanakópites)

Further reading

[edit]