σκουντηγμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of σκουντιέμαι (skountiémai), passive voice of σκουντάω, σκουντώ (nudge, push).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /skun.diɣˈme.nos/
  • Hyphenation: σκου‧ντηγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

σκουντηγμένος (skountigménosm (feminine σκουντηγμένη, neuter σκουντηγμένο)

  1. nudged, pushed

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκουντηγμένος (skountigménos) σκουντηγμένη (skountigméni) σκουντηγμένο (skountigméno) σκουντηγμένοι (skountigménoi) σκουντηγμένες (skountigménes) σκουντηγμένα (skountigména)
genitive σκουντηγμένου (skountigménou) σκουντηγμένης (skountigménis) σκουντηγμένου (skountigménou) σκουντηγμένων (skountigménon) σκουντηγμένων (skountigménon) σκουντηγμένων (skountigménon)
accusative σκουντηγμένο (skountigméno) σκουντηγμένη (skountigméni) σκουντηγμένο (skountigméno) σκουντηγμένους (skountigménous) σκουντηγμένες (skountigménes) σκουντηγμένα (skountigména)
vocative σκουντηγμένε (skountigméne) σκουντηγμένη (skountigméni) σκουντηγμένο (skountigméno) σκουντηγμένοι (skountigménoi) σκουντηγμένες (skountigménes) σκουντηγμένα (skountigména)