σακίδιο
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- σακκίδιο n (sakkídio)
Noun
[edit]σακίδιο • (sakídio) n (plural σακίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σακίδιο (sakídio) | σακίδια (sakídia) |
genitive | σακιδίου (sakidíou) σακίδιου (sakídiou) |
σακιδίων (sakidíon) |
accusative | σακίδιο (sakídio) | σακίδια (sakídia) |
vocative | σακίδιο (sakídio) | σακίδια (sakídia) |