Jump to content

σακίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

σακίδιο (sakídion (plural σακίδια)

  1. haversack
  2. rucksack

Declension

[edit]
Declension of σακίδιο
singular plural
nominative σακίδιο (sakídio) σακίδια (sakídia)
genitive σακιδίου (sakidíou)
σακίδιου (sakídiou)
σακιδίων (sakidíon)
accusative σακίδιο (sakídio) σακίδια (sakídia)
vocative σακίδιο (sakídio) σακίδια (sakídia)

Synonyms

[edit]